Οι ακτινοβολίες χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες στις ιοντίζουσες ακτινοβολίες και στις μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες. Ιοντίζουσες ακτινοβολίες είναι οι ακτινοβολίες που μεταφέρουν ενέργεια ικανή να εισχωρήσει στην ύλη, να προκαλέσει ιοντισμό των ατόμων της, να διασπάσει χημικούς δεσμούς και να προκαλέσει βιολογικές βλάβες σε ζώντες οργανισμούς. Οι ιοντίζουσες ακτινοβολίες εκπέμπονται από τις φυσικές και τεχνικές πηγές ακτινοβολίας. Τα ραδιενεργά υλικά εκπέμπουν ακτινοβολία που μπορεί να είναι σωματιδιακή (ακτινοβολία α και β) και ηλεκτρομαγνητική όπως η ακτινοβολία-γ και η ακτινοβολία-Χ. Τα ραδιενεργά υλικά ταξινομούνται σε 4 κατηγορίες ανάλογα με την σχετική ραδιοτοξικότητά τους (relativeradiotoxicityperunitactivity). Η εμβέλεια των ακτινοβολιών αυξάνει με το ενεργειακό περιεχόμενο τους με αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται σημαντικά τα μέτρα προστασίας ανάλογα με την εκπεμπόμενη ακτινοβολία και την ενέργεια της. Μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες είναι αυτές που μεταφέρουν σχετικά μικρή ενέργεια, μη-αρκετή για να προκαλέσει ιοντισμό, ικανή όμως να προκαλέσει ηλεκτρικές, χημικές και θερμικές επιδράσεις στα κύτταρα, που μπορούν να αποβούν άλλοτε επιβλαβείς και άλλοτε ευεργετικές για τη λειτουργία τους.

Μεγάλος αριθμός ραδιενεργών στοιχείων και χημικών ενώσεων που περιέχουν ραδιενεργά στοιχεία (όπως ραδιενεργό Ιώδιο συνδεδεμένο με πρωτεϊνες) χρησιμοποιούνται για πειραματικούς και ερευνητικούς σκοπούς. Σε εργαστήρια των Σχολών Θετικών Επιστημών και Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Πατρών πραγματοποιούνται πειράματα με ραδιενεργά υλικά στα πλαίσια ερευνητικών προγραμμάτων κυρίως, ενώ στα πλαίσια της εκπαίδευσης προπτυχιακών φοιτητών η χρήση ραδιενεργών υλικών είναι σχετικά περιορισμένη. Οι συμμετέχοντες στα πειράματα αυτά (Μέλη ΔΕΠ, μεταπτυχιακοί και προπτυχιακοί φοιτητές) εκτίθενται σε μια σειρά κινδύνων από την χρήση ραδιενεργών υλικών διαφορετικής επικινδυνότητας. Η έκθεση στην ιοντίζουσα ακτινοβολία καθώς και η μόλυνση από ραδιενεργά υλικά, δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή. Οι ακτινοβολίες σχετίζονται με σωματικές μεταλλάξεις και με κυτταρικές νεοπλασίες. Η έκθεση στην ακτινοβολία είναι ανάλογη του χρόνου, αντιστρόφως ανάλογη του τετραγώνου της απόστασης από την ραδιενεργό πηγή, ενώ τα αποτελέσματα της έκθεσης στην ακτινοβολία είναι αθροιστικά.

Σημαντικές εφαρμογές στην έρευνα έχουν οι ακτινοβολίες LASER (LightAmplificationbyStimulatedEmissionofRadiation), τα μήκη κύματος των οποίων βρίσκονται στην περιοχή του ορατού και του υπερύθρου του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Η υψηλή ένταση της ακτίνας φωτός μπορεί να προκαλέσει σημαντικές βλάβες στον ανθρώπινο οφθαλμό («κάψιμο» του αμφιβληστροειδούς) ακόμη και για ακτίνες Laser χαμηλής ισχύος, ενώ μεγαλύτερης ισχύος δέσμες Laser μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές βλάβες στο δέρμα. Ειδικότερα, ακτίνες Laser στην περιοχή του υπερύθρου είναι περισσότερο επικίνδυνες διότι μπορούν να προκαλέσουν βλάβες χωρίς να γίνουν άμεσα αντιληπτές καθώς η δέσμη δεν είναι ορατή.

Έτσι καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για την εφαρμογή:

α) κανονισμών λειτουργίας των εργαστηρίων όπου χρησιμοποιούνται ραδιενεργά υλικά ανάλογα με την επικινδυνότητα τους,

β) πρωτοκόλλων ασφάλειας για τον χειρισμό των ραδιενεργών υλικών από τους εργαζόμενους,

γ) σχεδίων έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση ατυχημάτων κατά την διεξαγωγή των πειραμάτων και

δ) προσεκτικής αποθήκευσης και απόρριψης ραδιενεργών υλικών.

Μπορείτε να διαβάσετε τον πλήρη οδηγό περί Υγιεινής και Ασφάλειας στο Εργαστήρια με Ιοντίζουσα Ακτινοβολία εδώ.